σχηματιζομένων

σχηματιζομένων
σχηματίζω
assume a certain form
pres part mp fem gen pl
σχηματίζω
assume a certain form
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • образовати — ОБРАЗ|ОВАТИ (24), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Обряжать: пришедъше же обрѣтоша старца скончавшасѧ. и ѡбразовавше ѥго и плакавше на мнозѣ. и молиша старца гл҃ще. (σχηματίσαντες) ПНЧ XIV, 149в. 2. Изображать: не подобаѥть гл҃ще нб(с)ны(х) и невидимы(х)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • ικανότητα ανάσχεσης — (Φυσ.). Η απώλεια ενέργειας ενός σωματιδίου όταν περνά μέσα από την ύλη ανά μονάδα μήκους. Ένα ηλεκτρικά φορτισμένο σωματίδιο αποδίδει ένα μέρος της ενέργειάς του στα άτομα της ύλης μέσα από την οποία περνά, εξαιτίας δύο φαινομένων: α) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”